- ψῖχες
- ψίξcrumbmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψίχα — η, ΝΜ 1. το εσωτερικό, μαλακό μέρος τού ψωμιού 2. στον πληθ. οι ψίχες και αἱ ψίχαι τα ψίχουλα νεοελλ. 1. το εσωτερικό ορισμένων ξηρών καρπών («η ψίχα τού αμυγδάλου») 2. μτφ. ελάχιστη ποσότητα από κάτι («δώσε μου μια ψίχα καφέ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ … Dictionary of Greek